Για επιχειρήσεις

ΕΥΘΥΝΕΣ ΜΕΛΩΝ ΔΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

         Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας, είναι το σημαντικότερο συλλογικό (κατά κανόνα) διαχειριστικό και το κατ’ εξοχήν όργανο εκπροσώπησή της, με απεριόριστη και αποκλειστική εξουσία εκπροσώπησης και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση, τη διαχείριση της εταιρικής περιουσίας και την επιδίωξη του εταιρικού σκοπού της. Στα πλαίσια αυτά, τα μέλη  του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν και κάποιες ευθύνες.

Η Ενδοεταιρική Ευθύνη.

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μιας Ανώνυμης Εταιρείας, ευθύνονται για την αποκατάσταση τυχόν ζημίας της από πράξεις και παραλείψεις τους. Η ευθύνη μπορεί να είναι είτε ατομική είτε συλλογική (και εις ολόκληρον) για όλα τα μέλη. Το αρμόδιο Δικαστήριο είναι δυνατό να επιμερίσει τις ευθύνες μεταξύ των μελών ανάλογα με τα δεδομένα, αλλά και τις ιδιότητες ενός εκάστου.

Η παραγραφή των αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι μεν τριετής, αναστέλλεται όμως για όσο χρόνο έχουν τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Κατ’ ανώτατο όριο για μια δεκαετία.

Η έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, της διαχείρισης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και η ενδεχόμενη απαλλαγή τους από «κάθε ευθύνη» από την τακτική Γενική Συνέλευση ΔΕ λογίζεται ως παραίτηση. Θα «συνεκτιμηθεί» ενδεχομένως, ανάμεσα στ’ άλλα, από το αρμόδιο Δικαστήριο.

Οι προϋποθέσεις για την άσκηση της εταιρικής αγωγής αλλά και η ίδια η άσκησή της είναι σαφώς και σε ικανό βαθμό καταγεγραμμένες και λεπτομερείς στο νέο νόμο. Η άσκηση μάλιστα της εταιρικής αγωγής είναι δυνατό να ανατεθεί από το αρμόδιο δικαστήριο (όταν δεν αποτελεί επιλογή του Διοικητικού Συμβουλίου) σε Ειδικό, προς τούτο οριζόμενο, Εκπρόσωπο.

Οι Ποινικές Ευθύνες Των Μελών Του Διοικητικού Συμβουλίου.

            Είναι απολύτως συνήθεις, οι ποινικές (και όχι μόνον) εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι κατ’ ανάγκη των εκτελεστικών-μόνον) από παραλείψεις που αφορούν υποχρεώσεις έναντι του Δημοσίου (λ.χ. μη εξόφληση βεβαιωμένων οφειλών, μη απόδοση παρακρατουμένων φόρων, μη εξόφληση ασφαλιστικών εισφορών). Επίσης όχι ασυνήθεις, είναι και οι εμπλοκές μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (όχι μόνον ποινικές) από γεγονότα που συνδέονται (ή επιχειρείται να συνδεθούν) με την επιχειρηματικότητα.

ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΟΣ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΑΥΤΗΣ

Αναφορικά με τις εμπορικές μισθώσεις, το ζήτημα της αναπροσαρμογής του μισθώματος, ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο μετά τη νομοθετική ρύθμιση περί «πλαφόν» 3% στην ετήσια αναπροσαρμογή τους.

Καθίσταται σαφές ότι οι συμβαλλόμενοι σε μια εμπορική μίσθωση, δηλαδή ο μισθωτής και ο εκμισθωτής, είναι ελεύθεροι να επιλέξουν το ύψος του μισθώματος, καθώς και να συμφωνήσουν το πότε αυτό (ήτοι το μίσθωμα) θα αναπροσαρμόζεται.

Συνήθως η αναπροσαρμογή του μισθώματος, ορίζεται ότι γίνεται σε ετήσια βάση, σύμφωνα με έναν αντικειμενικό δείκτη, π.χ. τον «Δείκτη Τιμών Κατανάλωσης», τον πληθωρισμό δηλαδή. Ωστόσο, μπορούν να συμφωνηθούν και άλλοι δείκτες, π.χ. η αύξηση του κύκλου εργασιών, η αύξηση της κερδοφορίας του μισθωτή κτλ.

Στην περίπτωση που τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει καμία πρόβλεψη για αναπροσαρμογή του μισθώματος, η αναπροσαρμογή γίνεται μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της μίσθωσης και καθορίζεται σε ποσοστό όχι κατώτερο του 6% της αντικειμενικής αξίας του μισθίου και 4% για τους ακάλυπτους χώρους του. Για τις περιοχές εκείνες όμως που δεν ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού, το ποσοστό αυτό (ήτοι το 6% και 4% αντίστοιχα) υπολογίζεται επί της αγοραίας αξίας του μισθίου, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν διαφορετική ρύθμιση και οι οποίοι πρέπει να μνημονεύονται στη σύμβαση.

Περαιτέρω, αναπροσαρμογή του οριζόμενου κατά τα ανωτέρω μισθώματος, γίνεται με τη λήξη κάθε επόμενου έτους και ανέρχεται σε ποσοστό 75% του δείκτη του πληθωρισμού για το αμέσως προηγούμενο δωδεκάμηνο.

Επίσης, το μίσθωμα που θα προκύψει, γίνεται απαιτητό από την κοινοποίηση σχετικής έγγραφης οχλήσεως του εκμισθωτή (άρθρο 5 παρ. 5 του π.δ. 34/1995), ο οποίος, αν δεν την γνωστοποιήσει εγκαίρως στον μισθωτή, υφίσταται την οικονομική απώλεια που αντιστοιχεί στο χρόνο της καθυστερήσεως του.

Εντεύθεν, έπεται ότι το μίσθωμα αναπροσαρμόζεται αυτόματα από τις παραπάνω χρονικές στιγμές και ότι ο εκμισθωτής με έγγραφη όχληση του, μπορεί να ζητήσει το μίσθωμα στο ύψος που έχει αναπροσαρμοστεί αυτομάτως και στη συνεχεία με τις ετήσιες αυξήσεις στο 75% του τιμαρίθμου (ΑΠ 349/1996).

Φυσικά, όλα τα παραπάνω ισχύουν ενώ η μίσθωση είναι σε ισχύ. Δηλαδή, όσο ισχύει ο συμβατικός της χρόνος, ο οποίος δεν είναι σε καμία περίπτωση μικρότερος της τριετίας. Αν η μίσθωση έχει λήξει και ο εκμισθωτής ζητήσει αναπροσαρμογή μισθώματος, με απειλή καταγγελίας, τότε αυτό είναι νόμιμο δικαίωμά του.

Επισημαίνεται ότι κατά το άρθρο 121 του Ν. 4926/2022, για τις εμπορικές μισθώσεις ακινήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 καθώς και του άρθρου 13 του ν. 4242/2014 (Α’ 50), επιτρέπεται, από την 1.1.2022 έως και την 31.12.2022, αναπροσαρμογή του μισθώματος που ανέρχεται σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) κατά ανώτατο όριο, επί του μισθώματος του έτους 2021. Η παρ. 1 καταλαμβάνει αναπροσαρμογές μισθώματος που πραγματοποιούνται μετά την 1.1.2022.

ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ: ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΥΠΤΟΜΕΝΟΣ ΕΤΑΙΡΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ

            Οι διατάξεις του ΑΚ περί εικονικότητας των δικαιοπραξιών, ελλείψει ειδικότερης διάκρισης στον κώδικα, έχει κριθεί νομολογιακά ότι βρίσκουν εφαρμογή και στην περίπτωση της εικονικής σύστασης εταιρείας, καθώς και αυτή θεωρείται από το δίκαιό μας μορφή δικαιοπραξίας δεκτική προσχηματικής κατάρτισης.

            Ειδικότερα, το άρθρο 138 ΑΚ προβλέπει ότι: «Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη». Η διάταξη καταλαμβάνει εκείνες τις δηλώσεις βούλησης που έχουν ως στόχο την προς τα έξω δημιουργία της εντύπωσης ότι μία κατάσταση έχει νομικά μεταβληθεί προς μία κατεύθυνση, χωρίς όμως ο δηλών να έχει πράγματι πρόθεση να προβεί στην εν λόγω μεταβολή. Γίνεται, δε, δεκτό πως είναι δυνατόν να εντοπιστεί εικονική δήλωση όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, υπό την προϋπόθεση όμως ότι και το αντισυμβαλλόμενο μέρος τελεί εν γνώσει της εικονικότητας (ΑΠ 25/2016).

            Μορφή σύμβασης είναι και η σύμβαση εταιρείας, ως αυτό ορίζεται στο άρθρο 741 ΑΚ. Είναι, επομένως, δυνατό η σύσταση μιας εταιρείας ορισμένης μορφής να πάσχει ακυρότητας, αν έγινε -με συμφωνία όλων των «εταίρων»- για καθαρά προσχηματικούς λόγους, ενώ τα συμβαλλόμενα μέρη ουδέποτε θέλησαν πραγματικά την παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της σύστασής της.

            Η διαπίστωση, ωστόσο, ότι μια εταιρεία έχει συσταθεί εικονικά δεν συνεπάγεται σε κάθε περίπτωση το παντελώς ανίσχυρο της μεταξύ των μερών σύμβασης. Αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 138 εδάφιο β’ ΑΚ, «άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της». Συνεπώς, αν κάτω από την εικονική σύσταση μιας εταιρείας υποκρύπτεται η δημιουργία ενός άλλου εταιρικού τύπου (ο οποίος αποκρύπτεται λόγου χάριν για φορολογικούς λόγους), και όλοι οι «εταίροι» στην πραγματικότητα επιδίωξαν την σύσταση της συγκεκριμένης εταιρικής μορφής, η καλυπτόμενη εταιρεία θεωρείται κα’ όλα εγκύρως συσταθείσα, αν φυσικά έχει τηρηθεί ο απαιτούμενος από το νόμο τύπος.

            Ενδεικτικά, ο Άρειος Πάγος έχει πρόσφατα διαπιστώσει εικονικότητα και ως εκ τούτου άκυρη ίδρυση ομόρρυθμης εταιρείας, η σύσταση της οποίας τυπικά και εξωτερικά ήταν καθ’ όλα νομότυπη, με την αιτιολογική σκέψη ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα παρένθετο νομικό πρόσωπο, μέσω του οποίου ασκούταν συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία όμως εν τοις πράγμασι ασκούταν από ετέρα αφανή εταιρεία μεταξύ ενός εκ των φερόμενων ως ομόρρυθμων εταίρων και τρίτου προσώπου (ΑΠ 752/2020).

ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΟΜΟΡΡΥΘΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ – ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

Κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, ο μόνος φορέας των αξιώσεων της ομόρρυθμης εταιρείας είναι η υπό εκκαθάριση εταιρεία, η οποία μπορεί να ασκήσει την σχετική αξίωσή της μέσω του εκκαθαριστή.

 

Οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ομόρρυθμες εταιρείες, διατηρούν την νομική προσωπικότητά τους μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής, έχουν δική τους περιουσία. Φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που περιλαμβάνουν την εταιρική περιουσία, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Επομένως, επί αδικοπραξίας που στρέφεται κατά ομόρρυθμης εταιρείας, η οποία αποτελεί πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο των μελών των ομόρρυθμων εταίρων, μόνον η εταιρεία νομιμοποιείται να ασκήσει τη σχετική αγωγή αποζημίωσης, γιατί αυτή είναι η αμέσως ζημιωθείσα και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι, αφού οι τελευταίοι θεωρούνται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία από την ανωτέρω πράξη, ανεξάρτητα αν η αξίωση τούτων στρέφεται κατά τρίτων ή άλλων ομόρρυθμων μελών, που ζημίωσαν το νομικό πρόσωπο της εταιρείας.

Αντιθέτως, το ζήτημα της εις ολόκληρον ευθύνης των ομόρρυθμων εταίρων αφορά την παθητική νομιμοποίησή τους και όχι την ενεργητική.

Η λύση της ομόρρυθμης εταιρείας, δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να έχει δυνατότητα να διεξάγει δίκες στο όνομά της και να ασκεί τα δικαιώματά της, διότι και μετά τη λύση της, η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Η εταιρεία στο στάδιο της εκκαθάρισης εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το Δικαστήριο.

ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΙΣΗΓΜΕΝΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Μία εισηγμένη ανώνυμη εταιρεία, πέρα από τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν προκειμένου να εισαχθούν οι μετοχές της σε ρυθμιζόμενη αγορά-στην χώρα μας στην αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών-υπάρχουν και ορισμένες ειδικές υποχρεώσεις για αυτές. Υπαγορεύονται από την ανάγκη προστασίας των επενδυτών αλλά και άσκησης διοικητικού ελέγχου και προβλέπονται στον πρόσφατο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείας (ν. 4548/2018) και σε κάποια άλλα νομοθετήματα του Δικαίου Κεφαλαιαγοράς.

Μία ανώνυμη εταιρεία με εισηγμένες μετοχές, οφείλει καταρχάς να έχει εκδώσει ή, αλλιώς, να έχει μετατρέψει τις μετοχές της σε άυλη μορφή και όποτε το απαιτεί ο νόμος να εκδίδει μόνο άυλους τίτλους. Οι ενσώματες μετοχές αποϋλοποιούνται υπό την έννοια ότι καταχωρίζονται, χωρίς αύξοντες αριθμούς, στα αρχεία της Ανώνυμης Εταιρείας Αποθετηρίων Τίτλων και θα παρακολουθούνται στο εξής με καταχωρίσεις στα οικεία αρχεία, ενώ τα λοιπά έγγραφα και άλλοι υφιστάμενοι τίτλοι παύουν να ενσωματώνουν μετοχικά δικαιώματα. Ενωσιακός Κανονισμός (909/2014), αναφέρεται επίσης σε δυνατότητα «ακινητοποίησης μετοχών», που σημαίνει ότι οι ήδη εκδοθέντες τίτλοι συγκεντρώνονται σε ένα Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων, κατά τρόπο ώστε οι μεταγενέστερες μεταφορές να μπορούν να πραγματοποιηθούν με λογιστική εγγραφή.

Υποχρέωση τυπικού χαρακτήρα εν συνεχεία, αποτελεί το γεγονός ότι κάθε σύσταση ή τροποποίηση του καταστατικού μιας εισηγμένης ανώνυμης εταιρείας προαπαιτεί, προκειμένου να αποκτήσει ισχύ, έγκριση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, μετά από την διεξαγωγή ενός ελέγχου νομιμότητας. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει εξαιτίας του χαρακτηρισμού της εισηγμένης Α.Ε. ως εταιρείας δημόσιου ενδιαφέροντος και της υπαγωγής της στον σχετικό νόμο περί λογιστικών προτύπων (ν. 4308/2014).

Αναφορικά τώρα με την λειτουργία μίας εισηγμένης ανώνυμης εταιρείας, αυτή εμφανίζει διαφοροποιήσεις σε σχέση με τους κανόνες που ισχύουν για τις μη εισηγμένες ανώνυμες εταιρείες. Σε γενικότερο πλαίσιο, η εισηγμένη Α.Ε. οφείλει να εφαρμόζει τις αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης, όπως αυτές καταγράφονται στον ειδικό νόμο 3016/2002, επιπροσθέτως δε υποχρεούνται να συντάσσουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τους ορισμούς του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1606/2002.

Σχετικά με την προκαταρκτική διαδικασία που απαιτείται προτού συγκληθεί Γενική Συνέλευση, σε μια εισηγμένη ανώνυμη εταιρεία, η πρόσκληση που κοινοποιείται στους μετόχους οφείλει να συγκεντρώνει πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία και τυγχάνει ευρείας δημοσιότητας. Όπως προβλέπει το σχετικό άρθρο του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες, πέρα από κάποια βασικά στοιχεία όπως ο τόπος, ο χρόνος της Συνέλευσης και η ημερήσια διάταξη, θα πρέπει να αναφέρονται και επιπλέον στοιχεία όπως «η διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου μέσω αντιπροσώπου και ιδίως τα έντυπα τα οποία χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτόν η εταιρεία, καθώς και τα μέσα και τις μεθόδους που προβλέπονται στο καταστατικό», «οι διαδικασίες για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου με αλληλογραφία ή με ηλεκτρονικά μέσα» κ.α.

Τέλος, η εισηγμένη ανώνυμη εταιρεία έχει υποχρέωση ενημέρωσης του  επενδυτικού κοινού με ευρύ περιεχόμενο και συγκεκριμένα:

  • Δημοσίευση ετήσιας οικονομικής έκθεσης, τριμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων για το α’ και το γ΄ τρίμηνο, εξαμηνιαία οικονομική κατάσταση και η περίληψη αυτών σε ένα τουλάχιστον ενημερωτικό δελτίο ετησίως («περιοδική πληροφόρηση»),

Δημοσίευση των οποιωνδήποτε προνομιακών πληροφοριών, λ.χ. σχετικά με επικείμενη συγχώνευση ή διεξαγωγή σημαντικής δίκης ή σε περίπτωση απόκτησης ή διάθεσης ίδιων της εισηγμένης Α.Ε. μετοχών («έκτακτη πληροφόρηση»).