Νέα | Alerts | Επικοινωνία
Η μη τοποθέτηση ειδικών σημάνσεων για έργα που πραγματοποιούνται στην οδό αποτελεί παράλειψη και ο οδηγός ο οποίος ενεπλάκη σε ατύχημα λόγω αυτού, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση.
Το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση σε οδηγό μοτοσικλέτας, ο οποίος τραυματίσθηκε όταν έχασε τον έλεγχο του οχήματός του, και εκτροχιάστηκε, λόγω του ότι δεν είχαν τοποθετηθεί ειδικές σημάνσεις για τα έργα που πραγματοποιούντο στην οδό.
Πιο συγκεκριμένα, θεωρήθηκε ότι το να μην υπάρχει στο σημείο εκείνο του οδοστρώματος, στο οποίο εκτελούνται έργα, κανένας προειδοποιητικός κώνος, καμιά άλλη προειδοποιητική σήμανση, ούτε φωτεινός σηματοδότης, κανένα προστατευτικό κιγκλίδωμα, καμία προειδοποιητική πινακίδα, που να προειδοποιούν τον κάθε διερχόμενο οδηγό για την εκτέλεση των έργων οδοποιΐας που λαμβάνουν χώρα εκεί, αποτελεί παράλειψη εκ μέρους της εταιρείας που έχει αναλάβει τα έργα επί της οδού, και υποχρέωσε αυτήν σε αποζημίωση.
Άλλωστε, η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Τα ανωτέρω έκρινε η υπ’ αριθμ. 60/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Με την εισαγωγή στην ελληνική νομοθεσία του συμφώνου συμβίωσης ως μία τρίτη μορφή νομικής αναγνώρισης της συντροφικής σχέσης μεταξύ δύο προσώπων πλάι στον θρησκευτικό και πολιτικό γάμο, τα ζευγάρια βρίσκονται συχνά αντιμέτωπα με το δίλημμα ποιο μοντέλο συμβίωσης θα πρέπει να προτιμήσουν. Γι’ αυτό τον λόγο, παρακάτω επιχειρείται μία σύγκριση μεταξύ των δύο.
Αρχικά, σημαντικό ρόλο ενόψει και των σύγχρονων οικονομικών δεδομένων είναι το σημαντικά μικρότερο κόστος του συμφώνου συμβίωσης σε σύγκριση με αυτό του γάμου. Κι αυτό καθώς για την τέλεση του γάμου, είτε με την πολιτική, είτε με τη θρησκευτική του μορφή, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η συλλογή ενός μεγάλου αριθμού πιστοποιητικών. Αντίθετα, η διαδικασία σύναψης του συμφώνου συμβίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου είναι απλούστερη και με μικρότερο κόστος.
Αντίστοιχα, το σύμφωνο συμβίωσης λύεται με δήλωση στον συμβολαιογράφο, είτε κοινή είτε μονομερή, ενώ αντίθετα ο γάμος, εξαιρουμένου του συναινετικού διαζυγίου που μπορεί να καταρτισθεί και με συμβολαιογραφικό έγγραφο, απαιτεί για τη λύση του δικαστική απόφαση.
Όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ των συμβιούντων, κατά κανόνα εφαρμόζονται και για το σύμφωνο συμβίωσης αναλογικά τα όσα ισχύουν και για τον γάμο, τόσο κατά την κοινή συμβίωση, όσο και μετά τη λύση του, ιδίως σε σχέση με τις αξιώσεις διατροφής.
Μία αξιοσημείωτη διαφορά ωστόσο, ενόψει και του πιο ελεύθερου χαρακτήρα που διαπνέει το σύμφωνο συμβίωσης, είναι πως ενώ ο σύζυγος μπορεί να προσθέσει ληξιαρχικά το επώνυμο του άλλου συζύγου στο δικό του, κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται σε όσους συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης. Με την ίδια δικαιολογητική βάση ορίζεται πως σε περίπτωση που οι γονείς δεν έχουν συμφωνήσει κάτι ειδικότερο για το επώνυμο των τέκνων, το τέκνο γεννημένο στο πλαίσιο συμφώνου συμβίωσης λαμβάνει το επώνυμο και των δύο γονέων, ενώ στον γάμο λαμβάνει αυτοδικαίως το επώνυμο του πατέρα.
Όμοια είναι και τα κληρονομικά δικαιώματα του επιζώντος συζύγου με τον επιζώντα συμβίο, με την μόνη εξαίρεση ότι, ενώ οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα δεν επιτρέπουν την εκ των προτέρων παραίτηση του συζύγου από τη νόμιμη μοίρα που δικαιούται, στο άρθρο 8 ν. 4356/2015 ορίζεται ρητά ότι το κάθε μέρος μπορεί να παραιτηθεί κατά τη σύναψη του συμφώνου συμβίωσης από το σχετικό δικαίωμα.
Τέλος, ίσως το πιο ακανθώδες ζήτημα του συμφώνου συμβίωσης είναι αυτό της υιοθεσίας. Ελλείψει ειδικότερης πρόβλεψης στη σχετική νομοθεσία, γίνεται δεκτό ότι για τα ετερόφυλα ζευγάρια μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την υιοθεσία, όχι όμως και για τα ομόφυλα, αφού, κατά κοινή παραδοχή, αν η βούληση του νομοθέτη ήταν αυτή, το δικαίωμα υιοθεσίας θα είχε συμπεριληφθεί ρητά στον ν. 4356/2015.
Λόγω του ότι ο ανήλικος κληρονόμος είναι πρόσωπο με περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, η εκ μέρους του αποδοχή και αποποίηση της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομίας παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα όσα ισχύουν για πρόσωπα πλήρως δικαιοπρακτικά ικανά. Οι ιδιαιτερότητες αυτές αφορούν τόσο την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας, όσο και την προθεσμία αποποίησής της.
Α] ΑΠΟΔΟΧΗ ΜΕ ΤΟ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 1527 ΑΚ, ο ανήλικος κληρονόμος που προβαίνει σε αποδοχή κληρονομίας θεωρείται πάντοτε ότι αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής. Αυτό σημαίνει πως, σε αντίθεση με τον κανόνα ότι οι κληρονόμοι ευθύνονται για τα χρέη της κληρονομίας και με την προσωπική τους περιουσία, ο ανήλικος που αποδέχεται ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιαίας περιουσίας μόνο μέχρι το ενεργητικό της. Αν, λόγου χάριν, η κληρονομία αποτελείται από ακίνητα συνολικής αξίας 120.000€, υπάρχουν, δε, χρέη ύψους 200.000€, η ευθύνη του ανήλικου κληρονόμου θα φτάνει έως το ποσό των 120.000€, όσο δηλαδή είναι και το ενεργητικό της κληρονομίας.
Σημαντικό είναι εν προκειμένω το άρθρο 1912 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι ο κληρονόμος κατά τον νόμο αποδέχθηκε κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής εκπίπτει από το ευεργέτημα αν μέσα σε ένα έτος από τη στιγμή που κατέστη πλήρως δικαιοπρακτικά ικανός δεν προβεί στην απογραφή. Δίνεται, συνεπώς, στον ανήλικο προθεσμία ενός χρόνου από την ενηλικίωση, κατά την οποία και αποκτά πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα να δηλώσει την απογραφή στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομίας.
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό πως αποδοχή κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να γίνει και από πλήρως δικαιοπρακτικά ικανό πρόσωπο, ήτοι από ενήλικα, θα πρέπει όμως η απογραφή να δηλωθεί, σε αντίθεση με όσα ισχύουν για τον ανήλικο κληρονόμο.
Β] ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗΣ
Κατ’ αρχήν, η προθεσμία για την αποποίηση κληρονομίας ορίζεται στους τέσσερις μήνες, εκκινεί, δε, από την χρονική στιγμή που ο κληρονόμος πληροφορήθηκε την επαγωγή σε αυτόν της κληρονομίας και τον λόγο αυτής, αν δηλαδή κληρονόμησε εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου τον θανούντα. Τυχόν άπρακτη πάροδος της ως άνω προθεσμίας συνεπάγεται την σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας.
Κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα αυτό, έχει κριθεί από το ΣτΕ πως ο ανήλικος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία μέσα σε ένα έτος από την ενηλικίωσή του, οπότε και αποκτά πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Η ερμηνεία προκύπτει με αναλογική εφαρμογή της ανωτέρω παρατεθείσας διάταξης (άρθρο 1913 ΑΚ) αναφορικά με την ενιαύσια προθεσμία δήλωσης της απογραφής από τον ανήλικο που ενηλικιώνεται. Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με το ΣτΕ, «στην περίπτωση αυτή (σ.σ.: του α. 1912 ΑΚ) ο ενηλικιούμενος κληρονόμος δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα της απογραφής, δικαιούται, πολλώ μάλλον, εντός της αυτής ετήσιας προθεσμίας, να αποποιηθεί την κληρονομία» (ΣτΕ 1884/2015, 371/2014, 2862/2013).
Ο εκμισθωτής ή μισθωτής του μισθίου έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος όταν, λόγω ουσιώδους αύξησης ή μείωσης της μισθωτικής αξίας του μισθίου, επέρχεται ζημία στον εκμισθωτή ή στον μισθωτή, αντίστοιχα, η οποία υπερβαίνει, κατά τα συναλλακτικά ήθη, τον κίνδυνο που αναλαμβάνει καθένας από αυτούς, καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα.
Η διάταξη του άρθρου 288 του Αστικού Κώδικα κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη» εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις.
Έτσι, ο εκμισθωτής ή ο μισθωτής έχει το δικαίωμα να ζητήσει, δυνάμει του ανωτέρω άρθρου, την αναπροσαρμογή του μισθώματος που έχει συμφωνηθεί. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει, όταν, εξαιτίας απρόβλεπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης αύξηση ή μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του μισθωτή ή του εκμισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Αν μεταξύ των δύο ποσών, δηλαδή του ήδη καταβαλλόμενου ποσού και του ποσού της αξίας του μισθίου, υπάρχει διαφορά, πρέπει να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο εάν αυτή είναι τέτοια, ώστε, κατά τις αρχές της καλής πίστης, να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής του μισθώματος.
Ανάγκη αναπροσαρμογής, κατά τις αρχές της καλής πίστης, υπάρχει όταν, λόγω ουσιώδους αύξησης ή μείωσης της μισθωτικής αξίας του μισθίου, επέρχεται ζημία στον εκμισθωτή ή στον μισθωτή, η οποία υπερβαίνει, κατά τα συναλλακτικά ήθη, τον κίνδυνο που αναλαμβάνει καθένας από αυτούς, καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα.
Στην περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρήσει ότι υπάρχει ανάγκη αναπροσαρμογής, το μίσθωμα θα αναπροσαρμοστεί στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία και αποκαθιστά την καλή πίστη.
Παραδείγματα μεταβολής των συνθηκών μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, η σημαντική αύξηση ή μείωση του τιμαρίθμου, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διαφόρους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων και άλλοι λόγοι.
Τέλος, τα στοιχεία της βάσης της αγωγής αναπροσαρμογής μισθώματος ακινήτου, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 288 του Αστικού Κώδικα είναι: 1) Έγκυρη σύμβαση μίσθωσης 2) Μόνιμη μεταβολή των συνθηκών κατά το διάστημα από τη σύναψη της μίσθωσης μέχρι το χρόνο της συζήτησης της αγωγής, ανεξάρτητα από το υπαίτιο, το έκτακτο και απρόβλεπτο των λόγων που προξένησαν την εν λόγω μεταβολή 3) Ουσιώδης απόκλιση κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανάμεσα στο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενο αφενός και στο αρχικά συμφωνημένο μίσθωμα αφετέρου, σε τρόπο ώστε η διατήρηση τούτου να επιφέρει ζημία στον ενάγοντα, η οποία υπερβαίνει τον αναλαμβανόμενο με τον αρχικό ή μετά από αναπροσαρμογή ορισμό του μισθώματος κίνδυνο.
Με την πρόσφατη υπ’ αριθ. 971/2022 απόφασή του ο Άρειος Πάγος αποσαφήνισε ότι η διάταξη περί τρίμηνης προθεσμίας στις περιπτώσεις καταγγελίας ων επαγγελματικών μισθώσεων που καταρτίστηκαν μετά το 2014, αναφέρεται σε καταγγελία που λαμβάνει χώρα μετά την πάροδο της ελάχιστης διάρκειας των τριών ετών, οπότε και η μίσθωση έχει καταστεί αορίστου χρόνου.
Κατά το παλαιό καθεστώς επαγγελματικών μισθώσεων, τι οποίο διεπόταν από τις διατάξεις του π.δ. 34/1995, δινόταν στον μισθωτή το δικαίωμα να καταγγείλει την μίσθωση λόγω μεταμέλειας. Στις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 43 του π.δ., χωρίς μάλιστα να υφίσταται υποχρέωση αναφοράς του λόγου της μεταμέλειας. Το σχετικό δικαίωμα έπαυσε να το έχει ο μισθωτής με το νέο νομοθετικό καθεστώς (ν. 4242/2014), το οποίο καταλαμβάνει τις επαγγελματικές μισθώσεις που έχουν συναφθεί από το 2014 και εξής.
Σύμφωνα με το άρθρο 13§1 του ν. 4242/2014: «Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της». Η μάλλον κακότεχνη αναφορά του τελευταίου εδαφίου στο δικαίωμα καταγγελίας γέννησε το ερώτημα σε ποια καταγγελία αναφέρεται η συγκεκριμένη διάταξη, ιδίως ενόψει του ότι ρητά πλέον καταργείται το δικαίωμα καταγγελίας λόγω μεταμέλειας πριν την πάροδο της ελάχιστης νόμιμης διάρκειας.
Στην απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε πως «δεν προκύπτει [από τον νόμο] ότι παρέχεται στον μισθωτή δυνατότητα καταγγελίας της μίσθωσης οποτεδήποτε και μάλιστα εντελώς αζημίως πλέον για αυτόν [ενν. τον μισθωτή], κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, αλλά και της νόμιμης τριετούς διάρκειας της μίσθωσης, η οποία δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, ενώ δεν είναι δυνατή η παραίτηση των εκμισθωτών από την δέσμευση της τριετούς διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 45 του π.δ. 34/1995, το οποίο εφαρμόζεται και στις μισθώσεις που συνάπτονται μετά την ισχύ του ν.4242/2014. Προφανώς η προβλεπόμενη στο νόμο τρίμηνη προθεσμία εφαρμόζεται στην περίπτωση που, μετά την λήξη της τριετίας και την παραμονή του μισθωτή στο μίσθιο, η μίσθωση καθίσταται αορίστου χρόνου κατ' άρθρο 611 ΑΚ».
Σε κάθε περίπτωση, ο Άρειος Πάγος υπενθυμίζει με την απόφασή του ότι οι επαγγελματικές μισθώσεις του νέου καθεστώτος μπορούν να καταγγελθούν, όπως και όλες οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, για σπουδαίο λόγο. Σπουδαίος λόγος μπορεί να συντρέχει όταν επί παραδείγματι η συνέχιση της διαρκούς αυτής ενοχικής σχέσεως γίνεται υπέρμετρα δυσβάστακτη για τα μέρη, σε περίπτωση λόγου χάριν που ο μισθωτής προβαίνει επανειλημμένα σε κακή χρήση του μισθίου ή σε περίπτωση που το ένα μέρος αθετεί επί μακρόν και παρά τις οχλήσεις του άλλου μέρους τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση.