Χωρίς κανέναν περιορισμό οι χρηματικές αποζημιώσεις που διεκδικούν οι παθόντες από τροχαία ατυχήματα, σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που έκρινε αντίθετο σε Σύνταγμα και ΕΣΔΑ κάθε περιορισμό της ευθύνης για αποζημίωση σε περιπτώσεις σωματικής βλάβης σε τροχαίο ατύχημα.
Στο άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.4.1972 «περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής» προβλέπεται, ότι «κάθε κράτος μέλος λαμβάνει…όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση».. Με τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου της 30.12.1983 «για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων» (84/5/ΕΟΚ), προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.1, 2 και 4 αυτής ότι » η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ καλύπτει υποχρεωτικά τις υλικές ζημίες και τις σωματικές βλάβες. Με την επιφύλαξη μεγαλύτερων ποσών εγγύησης, που ενδεχομένως απαιτούνται από τα κράτη μέλη, κάθε κράτος μέλος απαιτεί τα ποσά υποχρεωτικής ασφάλισης να ανέρχονται τουλάχιστο σε: α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης, ελάχιστο ποσό κάλυψης 1.000.000 ευρώ για κάθε θύμα( όπως ίσχυε με την Οδηγία 2005/14/ΕΚ). Κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1″.
Οι ανωτέρω οδηγίες σκοπούν να διασφαλίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία οχημάτων που σταθμεύουν συνήθως στο έδαφος της “Ένωσης και των προσώπων που επιβαίνουν σ” αυτά και σε περίπτωση πρόκλησης ατυχήματος με τέτοια οχήματα την ενιαία μεταχείριση του παθόντος ,ανεξαρτήτως του τόπου επέλευσης του ατυχήματος εντός της “Ένωσης με την υποχρέωση των κρατών να εγγυώνται την ασφαλιστική κάλυψη ορισμένων ελάχιστων ποσών.
Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου η συμμόρφωση της Ελλάδας προς τις ανωτέρω οδηγίες έλαβε χώρα με τις σχετικές ρυθμίσεις του Ν. 489/1976 «περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», που ήδη κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 237/1986. Η εναρμόνιση της εθνικής μας νομοθεσίας γίνεται και με την πρόβλεψη ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης.Στο ελληνικό δίκαιο, η ίδρυση του προβλεπόμενου από την ανωτέρω δεύτερη οδηγία οργανισμού είχε ήδη εισαχθεί με το Ν.489/1976, που ήδη κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 237/1986 με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «… ….» και συντετμημένα «…». Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή διαμορφώθηκε, ως λόγος ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, για πρώτη φορά, με το άρθρο 50 παρ.7 του Ν.1569/1985.
Με τις διατάξεις του νόμου 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το π.δ.237/1986, προβλέπεται υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη των οχημάτων που κυκλοφορούν στην Ελλάδα (άρθρο 2 ) και ιδρύεται το ΝΠΙΔ … (άρθρο 16). Το ανωτέρω ΝΠΙΔ τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Εμπορίου, διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου και σκοπός του είναι η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19. Μέλη αυτού καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχ. στ του ως άνω νόμου, οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που καλύπτουν τον αυτό κίνδυνο, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας εφόσον τα αυτοκίνητα τους εξαιρεθούν της υποχρεωτικής ασφάλισης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νόμου αυτού (άρθρο18). Για την εκπλήρωση του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ` ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρο 20). Από τη νομοθεσία, λοιπόν, που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το … επιτελεί κοινωνικό έργο.
Κατά το άρθρο 19 § 1 του Π.Δ.237/1986, το … είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την §2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, μεταξύ άλλων και όταν : α) Αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος , β) Το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση (ανασφάλιστο αυτοκίνητο)… (γ), (δ). Ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεσις απέβη άκαρπη «ή ανεκλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου. Κατά την §2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το Ν. 4092/2012 » η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 § 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος».
Με το άρθρο τέταρτο του Ν.4092/2012 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του Π.Δ. 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ” του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986, ως ακολούθως: «2. Η αποζημίωση που καταβάλλει το … για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Η αποζημίωση για τα εδάφια α” και β” της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου (ατύχημα από όχημα άγνωστο, ατύχημα από όχημα ανασφάλιστο), δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος. Στις περιπτώσεις του εδαφίου γ” της προηγούμενης παραγράφου (ατύχημα σε περίπτωση οριστικής ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή πτωχεύσεως αυτού) το συνολικό ποσό για την αποζημίωση καταβάλλεται σύμφωνα με τα ακόλουθα: α) για αποζημίωση ύψους έως 4.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 90% αυτής, β) για αποζημίωση ύψους από 4.001 έως 10.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 87,5% αυτής, με κατώτατο όριο 3.600 ευρώ, γ) για αποζημίωση ύψους από 10.001 έως 30.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 85% αυτής, με κατώτατο όριο 8.750 ευρώ, δ) για αποζημίωση ύψους από 30.001 έως 60.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 80% αυτής, με κατώτατο όριο 25.000 ευρώ, ε) για αποζημίωση ύψους από 60.001 έως 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 70% αυτής, με κατώτατο όριο 48.000 ευρώ, στ) για αποζημιώσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο με το 70% αυτής, με ανώτατο όριο τις 100.000 ευρώ. Το … υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης και πέραν των 100.000 ευρώ σε πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία…. Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση».
Η ανωτέρω κανονιστική εθνική ρύθμιση κατά το μέρος με την οποία περιορίζεται το συνολικό ποσό αποζημίωσης του παθόντος σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής εταιρείας, σε ορισμένο μόνο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης και με ανώτατο ποσό 100.000 ευρώ, δεν σκοπεί στον καθορισμό του δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου ή του περιεχομένου του δικαιώματος αυτού που εμπίπτει κατ” αρχήν στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών, αλλά αντίθετα περιορίζει τη σύμφωνη με τις ανωτέρω οδηγίες κάλυψη που παρέχει η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από ασφαλιστική εταιρεία ή από άλλο φερέγγυο πρόσωπο και καταλύει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ανωτέρω οδηγιών. (βλ.ΔΕΚ C- 277/2012 …., ΔΕΚ C- 348/98 … ). Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω αναφερόμενες (αρ.4) οδηγίες και την σκοπούμενη με αυτές μεταχείριση των παθόντων .
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε, έτσι, ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Κατά την αρχή αυτή, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια. Ειδικότερα, πρέπει να είναι: α) κατάλληλοι, δηλαδή πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαίοι, δηλαδή να συνιστούν μέτρο, το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό και γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολομ.ΑΠ 43/2005).
Η ανωτέρω διάταξη του τέταρτου άρθρου του ν.4092/2012 με τη θέσπιση περιορισμού σε ορισμένο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης και κατά ανώτατο όριο ποσού 100.000 ευρώ, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι μόνη η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό χωρίς κόστος για τους παθόντες από τροχαία ατυχήματα, όπως με την υποχρέωση αυτού να εξυγιάνει τα οικονομικά του, μέσω αύξησης των εσόδων του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών, με την προληπτική επιτήρηση και τον αποτελεσματικό έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και τη μέριμνα για την ελαχιστοποίηση των οχημάτων που κυκλοφορούν χωρίς να καλύπτεται η έναντι τρίτων αστική ευθύνη με σύμβαση ασφάλισης.
Κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύϊ νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας. Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ/2007).
Η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012, με το να περιορίσει το ύψος της αποζημίωσης στα αναφερόμενα σ” αυτή ποσοστά και κατ’ ανώτατο ποσό σε 100.000 ευρώ καταργεί δραστικά την αστική αυτή απαίτηση των παθόντων για αποκατάσταση της ζημίας τους και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε για σωματικές βλάβες σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου το οποίο ουσιαστικά επιχειρείται να διασφαλιστεί με την ως άνω διάταξη, όπως προκύπτει από την Αιτιολογική έκθεση του Ν.4092/2012, κατά την οποία με τις διατάξεις αυτές σκοπείται να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου, με τη στάθμιση των υποχρεώσεών του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω του ιδιαίτερου επικουρικού σκοπού αυτού.