ΕΞΟΔΟΣ ΕΤΑΙΡΟΥ ΑΠΟ ΕΠΕ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ & ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΟΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥΣ
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
EΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΦΗΜΗΣ
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ : ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ – Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΔΣ ΑΕ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙΚΛΗΣΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΣΗΜΑ ΛΟΓΩ ΑΝΟΧΗΣ
Οι προϋποθέσεις της αποδυνάμωσης σύμφωνα με το άρθρο 12 του νέου πρόσφατου νόμου 4679/2020 για το σήμα (ως αποτέλεσμα μεταφοράς στο ελληνικό δίκαιο της ευρωπαϊκής οδηγίας 215/2436) είναι έξι. Πέντε εξ’ αυτών είναι θετικές και συγκεκριμένα η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος, η πάροδος πενταετίας από την καταχώριση, η χρήση (αδιάλειπτη και πενταετούς διάρκειας) του σήματος στις συναλλαγές, η γνώση της χρήσης του, ανοχή της χρήσης του σήματος και η τελευταία, ήτοι η έλλειψη κακής πίστης κατά την κατάθεση του σήματος είναι αρνητική.
Καταχωρημένο πρέπει να είναι το σήμα υπέρ του οποίου ζητείται η εφαρμογή του άρθρου 12 προς απόκρουση αίτησης ή ανταγωγής για την ακυρότητά του ή προς απόκρουση αγωγής για την απαγόρευση της χρήσης του. Καταχωρημένο λοιπόν πρέπει να είναι το σήμα ενός εκ των εξής τριών προσώπων: α) του εναγόμενου με αγωγή απαγόρευσης της χρήσης, β) του καθ’ ου η αίτηση ακυρότητας ή γ) του αντεναγόμενου με ανταγωγή ακυρότητας.
Έμφαση πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι δεν ενδιαφέρει αν το προγενέστερο δικαίωμα με βάση το οποίο διεκδικείται η απαγόρευση της χρήσης ή η ακυρότητα είναι καταχωρημένο σήμα ή μη καταχωρημένο διακριτικό γνώρισμα. Το άρθρο 12 παρ. 1 ορίζει σαφώς εξάλλου, ότι το προγενέστερο δικαίωμα μπορεί να είναι είτε καταχωρημένο σήμα, είτε μη καταχωρημένο διακριτικό γνώρισμα.
Η πενταετία πρέπει να είναι περίοδος αδιάλειπτη χωρίς δυνατότητα παράτασης σύντμησης. Πρέπει επίσης να καλύπτει όλες τις άλλες προϋποθέσεις περί αποδυνάμωσης του δικαιώματος στο σήμα, να έχει υπάρχει δηλαδή:
1) Πενταετία από την καταχώριση,
2) Πενταετία χρήσης του σήματος,
3) Πενταετία γνώσης της χρήσης του σήματος και
4) Πενταετία ανοχής.
Όλες αυτές οι πενταετίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και να έχουν «τρέξει» παράλληλα και ταυτόχρονα.
Η χρήση πρέπει να είναι πραγματική. Η έννοιά της συμπίπτει με αυτήν της ουσιαστικής χρήσης, στα άρθρα 28 (απόδειξη χρήσης) και 50 παρ. 2 στοιχείο α’ (έκπτωση για μη χρήση). Η χρήση δεν πρέπει να είναι προσχηματική, ούτε αρκούν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες. Χρήση στις συναλλαγές δε, σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει προσφορά προϊόντων/υπηρεσιών στο κοινό, δηλαδή σε πελάτες και καταναλωτές. Τέλος, στην περίπτωση του άρθρου 12, η χρήση πρέπει να είναι τέτοια που να οδηγεί σε γνώση του τρίτου που επιδιώκει την ακυρότητα του σήματος ή την απαγόρευση χρήσης του, άρα μια πραγματική αλλά αρκετά περιορισμένη χρήση ενδέχεται να μην αρκεί.
Αντικείμενο της γνώσης πρέπει να είναι η χρήση του σήματος και όχι η καταχώρισή του. Αρκεί δηλαδή, ο δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος να γνωρίζει ότι γίνεται χρήση του σήματος στις συναλλαγές χωρίς να γνωρίζει και ότι είναι καταχωρημένο στο μητρώο. Όπως η χρήση, έτσι και η γνώση εξετάζεται ξεχωριστά για κάθε προϊόν/υπηρεσία που αναφέρεται στη μερίδα του σήματος.
Αντικείμενο της ανοχής είναι η χρήση του σήματος στις συναλλαγές αλλά και η γνώση ότι γίνεται η χρήση αυτή. Εάν λείπει η γνώση, θα λείπει και η ανοχή. Αυτό αυτομάτως σημαίνει ότι όπως η χρήση και η γνώση, έτσι και η ανοχή θα πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά για κάθε προϊόν/υπηρεσία που αναφέρεται στη μερίδα του σήματος. Η ανοχή επίσης προϋποθέτει μια ηθελημένη αδράνεια του προγενέστερου δικαιούχου. Αυτός θα πρέπει να παραλείπει να αμφισβητήσει το κύρος ή τη χρήση του σήματος, ενώ κάτι τέτοιο του είναι εφικτό και ενώ η χρήση του μεταγενέστερου σήματος διαμορφώνει μια μη επιθυμητή γι’ αυτόν κατάσταση.
Μία απλή διαμαρτυρία λοιπόν, ή η επίδοση ενός εξωδίκου δεν αρκούν ως ενέργειες από τον προγενέστερο δικαιούχο για να αποτραπεί η επέλευση της αποδυνάμωσης (απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής), ειδικά εάν μ’ αυτό δεν επιτεύχθηκε η παύση της χρήσης του μεταγενέστερου σήματος. Θα πρέπει δηλαδή ο προγενέστερος δικαιούχος να προχωρήσει και σε άσκηση αγωγής και, αν αυτή απορριφθεί, σε άσκηση ενδίκων μέσων.
Αρνητική και τελευταία προϋπόθεση της αποδυνάμωσης του δικαιώματος στο σήμα λόγω ανοχής είναι η έλλειψη κακής πίστης. Δεν αρκεί για την αναμφίβολη θεμελίωση κακής πίστης μόνο το γεγονός ότι ο καταθέτης προχώρησε στην κατάθεση του σήματος μολονότι γνώριζε ή μπορούσε και όφειλε να γνωρίζει ότι υπάρχει άλλο προγενέστερο όμοιο ή παρόμοιο σήμα ή προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα ή δικαίωμα. Απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία και ιδίως ο σκοπός παρεμπόδισης του προγενέστερου δικαιούχου. Αφορά περιπτώσεις όπου η κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος έγινε με πρόθεση βλάβης του προηγούμενου δικαιούχου δηλαδή κατά τρόπο καταφανώς αντίθετο στην καλή πίστη και την εντιμότητα, με συνέπεια ο ως άνω καταθέτης να μην είναι άξιος προστασίας ούτε βάσει της ρύθμισης περί αποδυνάμωσης. Το βάρος της απόδειξης της κακόπιστης κατάθεσης ανήκει στον προγενέστερο δικαιούχο.
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΕ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Η Ανώνυμη Εταιρεία, ως η συχνότερα εμφανιζόμενη μορφή εταιρικού τύπου, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να υφίσταται μία στοιχειώδη, μειωμένη πια κρατική εποπτεία η οποία λαμβάνει χώρα τόσο κατά στο στάδιο της ίδρυσης της όσο και κατά τη λειτουργία της. Η εποπτεία αυτή ασκείται από διάφορους φορείς δημόσιας εξουσίας όπως ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, η περιφερειακή ενότητα της έδρας της εταιρείας, η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και άλλες.
Α. ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ
Η ανώνυμη εταιρεία κατά την ίδρυσή της, υφίσταται καταρχάς τυπικό και ουσιαστικό έλεγχο των διαδικαστικών προϋποθέσεων ίδρυσής της από τις Υπηρεσίες του Γενικού Εμπορικού Μητρώου. Η αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. του εκάστοτε επιμελητηρίου πράγματι ελέγχει όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα που προσκομίζει η εταιρεία, ιδίως το νόμιμο και το ακριβές αυτών και επιβεβαιώνει την ολοσχερή εξόφληση των απαιτούμενη τελών και εισφορών. Εάν τώρα οι ιδρυτές της ανώνυμης επιλέξουν τη σύστασή της μέσω της Υπηρεσίας Μίας Στάσης, δια καταρτίσεως συμβολαιογραφικού εγγράφου, τον έλεγχο θα διεξάγει ο συμβολαιογράφος που συντάσσει το έγγραφο σύστασης.
Για άλλες κατηγορίες ανωνύμων εταιρειών και ιδίως για τις «δημοσίου συμφέροντος», όσες έχουν αρχικό κεφάλαιο άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ («μεγάλες οντότητες») και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που χρειάζονται άδεια και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, γίνεται διεξοδικότερος, περισσότερο χρονοβόρος έλεγχος από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης. Ο τελευταίας ελέγχει σταδιακά όλα τα υποβαλλόμενα έγγραφα ως προς την νομιμότητα, τη σαφήνεια και την ακρίβειά τους, εκδίδει εγκριτική πράξη και δίνει το «πράσινο φως» για να εγγραφεί τελικά η εταιρεία στο Γ.Ε.ΜΗ, το οποίο στην περίπτωση των ως άνω εταιρειών δεν κάνει κανενός είδους έλεγχο.
Κοινό στοιχείο δε, που ελέγχεται οπωσδήποτε κατά την ίδρυση ανωνύμων εταιρειών οποιασδήποτε μορφής αποκλειστικά από την υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. είναι: α) η καταβολή του μετοχικού τους κεφαλαίου, εντός 2 μηνών από την ίδρυση και β) η υποβολή της έκθεσης αποτίμησης των εισφορών της εταιρείας σε είδος, συνταχθείσας από τον διορισθέντα ελεγκτή ή από ελεγκτική εταιρεία.
Β. ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Η εποπτεία μίας ανώνυμης εταιρείας είναι λογικό και αναμενόμενο να είναι συχνότερη και πιο έντονη, όταν αυτές έχουν μεγάλη οικονομική σημασία (ιδίως τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες). Τα πρωτεία στην εποπτεία έχει αναμφίβολα η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί εκτάκτως να ζητήσει έλεγχο της εταιρείας-εφόσον αυτή έχει εισηγμένες της μετοχές της σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης-καταθέτοντας σχετική αίτηση στο δικαστήριο της έδρας της. Αυτό μπορεί να το ζητήσει όταν πιθανολογείται η διενέργεια από την εταιρεία παράνομων πράξεων, ή, πράξεων που θα συνεπιφέρουν παράβαση του καταστατικού ή απόφασης της Γενικής Συνέλευσης.
Αρκετά σημαντικό εποπτικό ρόλο έχει επίσης η Περιφερειακή Ενότητα της έδρας της εταιρείας. Διεξάγει έλεγχο νομιμότητας σε πράξεις όπως η τροποποίηση του καταστατικού και η μετατροπή της ανώνυμης σε άλλη εταιρική μορφή, εξετάζοντας κυρίως αν είναι σύμφωνες με το καταστατικό της εκάστοτε εταιρείας και με τον ισχύοντα νόμο ν. 45448/2018. Η τροποποίηση του καταστατικού και οι τυχόν συγχωνεύσεις ανωνύμων εταιρειών δημοσίου ενδιαφέροντος και μεγάλων οντοτήτων εγκρίνεται μόνο με πράξη του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Απλούστερες όμως εσωτερικές πράξεις της ανώνυμης εταιρείας, όπως η μεταβολή στην εκπροσώπησή της, ελέγχονται μόνο τυπικά (όχι ως προς το περιεχόμενό τους) από την Υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ.
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΟΥ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Σε περίπτωση έκδοσης εκτελεστής απόφασης κατά ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, είναι δυνατή η εκτέλεσή της όχι μόνο κατά της εταιρείας, αλλά και κατά των ομόρρυθμων εταίρων αυτής.
Σύμφωνα με το α. 258 ν. 4072/2012, για τα χρέη ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, παράλληλα με την ευθύνη της ίδιας της εταιρείας για τυχόν οφειλές της, γεννάται ευθύνη και των ομόρρυθμων εταίρων, οι οποίοι θα ενέχονται προσωπικά, απεριόριστα και εις ολόκληρον για τα εταιρικά χρέη. Τούτο σημαίνει ότι απέναντι στους εταιρικούς δανειστές οι ομόρρυθμοι εταίροι ευθύνονται και με την προσωπική τους περιουσία και μάλιστα όχι κατά το ποσοστό συμμετοχής εκάστου, αλλά για το σύνολο της εκάστοτε οφειλής. Μάλιστα, δεν δύνανται να προβάλλουν ενστάσεις που απορρέουν από τις μεταξύ τους σχέσεις προς τους τρίτους δανειστές, ενώ οποιαδήποτε συμφωνία για περιορισμό ή αποκλεισμό της ευθύνης των εταίρων επίσης δεν αναπτύσσει ισχύ έναντι των τρίτων.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μία αγωγή ή αίτηση στρεφόμενη κατά προσωπικής εταιρείας, δύναται να στραφεί και κατά των ομόρρυθμων εταίρων αυτής, αξιώνοντας την καταβολή του συνόλου της οφειλής από καθέναν ξεχωριστά. Στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι η εκδοθείσα απόφαση ή διαταγή, εφόσον συγκεντρώνει τα στοιχεία του εκτελεστού τίτλου, μπορεί να εκτελεστεί κατά όλων των εναγόμενων, με τον δανειστή να δικαιούται φυσικά να ικανοποιηθεί μόνο μία φορά για την απαίτησή του.
Ζήτημα γεννάται στην περίπτωση που υπάρχει μεν εκτελεστός τίτλος (απόφαση, συμβολαιογραφικό έγγραφο, διαταγή πληρωμής κλπ), πλην όμως στρέφεται μόνο κατά της εταιρείας και όχι κατά των εταίρων. Εν προκειμένω ανακύπτει το ζήτημα ότι οι εταίροι ευθύνονται μεν κατά τα παραπάνω για την οφειλή, ο τίτλος δεν στρέφεται ωστόσο κατά αυτών, παρά μόνο κατά της εταιρείας. Λύση στο ζήτημα αυτό δίνει το άρθρο 920 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει ρητά ότι με βάση τον εκτελεστό τίτλο κατά ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση και κατά ομόρρυθμων εταίρων.
Επομένως, δεν απαιτείται κάποια πρόσθετη ενέργεια εκ μέρους του δανειστή της προσωπικής εταιρείας που έχει στα χέρια του εκτελεστό τίτλο στρεφόμενο μόνο κατά της τελευταίας, αλλά μπορεί να προβεί βάσει αυτού σε διαδικασία εκτέλεσης τόσο κατά της εταιρείας όσο και κατά των ομόρρυθμων εταίρων.
- Published in ΤΡΕΧΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ